τρισάγιος — α, ο / τρισάγιος, αγία, ον, ΝΜΑ φρ. «τρισάγιος αίνος» ή «τρισάγιος ύμνος» ο ύμνος Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. το τρισάγιο(ν) σύντομη ακολουθία υπέρ αναπαύσεως κεκοιμημένων, που τελείται στο σπίτι τού νεκρού… … Dictionary of Greek
трисвятый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (τρισάγιος) триипостасный, в трех лицах прославляемый … Словарь церковнославянского языка
TRISAGIUS Hymnus — Graecis Patribus et in veteribus Liturgiis, ὁ ἐπινίκιος καὶ τρισάγιος ὕμνος, item τὸ Τρισάγιον, ab Angelis decantatus, memoratur Esaiae, c. 6. v. 3. et Apoc, c. 4. v. 8. his verbis, Sanctus, Sanctus, Sanctus, Dominus Deus exercituum: ac… … Hofmann J. Lexicon universale
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek
τρισάγιο — το / τρισάγιον, ΝΜΑ βλ. τρισάγιος … Dictionary of Greek
τρισαγιότης — ητος, ἡ, Μ [τρισάγιος] η απαγγελία τού τρισαγίου … Dictionary of Greek
ԵՐԵՔՍՐԲԵԱՆ — (բենի, իւ, ից.) NBH 1 0681 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 13c ա.գ. τρισάγιος ter sanctus, sanctissimus Երիցս սուրբ, եւ ամենասուրբ. նա ինքն աստուած, կամ երրորդութիւն, եւ տէրութիւն նորա. *Երեքսրբեան մի տէրութիւն: Գոհութիւն երեքսրբենին:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)